- φωνητήρια
- φωνητήριοςof speechneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωνητήριος — α, ο / φωνητήριος, ία, ον, ΝΑ αυτός με τον οποίο συντελείται η παραγωγή τής φωνής (α. «φωνητήρια όργανα» τα όργανα με τα οποία αρθρώνονται και μορφοποιούνται οι ήχοι σε φθόγγους, όπως είναι η γλώσσα, τα δόντια, ο φάρυγγας κ.ά. β. «φωνητήριον… … Dictionary of Greek
φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για … Dictionary of Greek